- ναναρίζω
- νανουρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < νανά + κατάλ. -ρίζω (πρβλ. κακα-ρίζω, νιαου-ρίζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναναρίζω — βλ. νανουρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νανουρίζω — και ναναρίζω 1. αποκοιμίζω μωρό τραγουδώντας του νανούρισμα, βαυκαλίζω 2. παράγω ήχο βαυκαλιστικό, μονότονο, αποκοιμιστικό («το κύμα... νανουρίζει την απραξία της», Παπαντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναναρίζω, με ανομοιωτική τροπή τού α σε ου ), πιθ. κατά… … Dictionary of Greek
νανάρισμα — το [ναναρίζω] νανούρισμα … Dictionary of Greek
νύννιον — νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω] … Dictionary of Greek
νανουρίζω — και ναναρίζω ισα, ίστηκα, ισμένος, αποκοιμίζω μωρό, παρηγορώ: Τόση ώρα το νανουρίζω και δεν κοιμάται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)